- ενδότερα
- τα глубина, глубь; отдалённое место;
τα ενδότερα της Αφρικής — глубь Африки;
στα ενδότερα τού δάσους — в глубине леса;
στα ενδότερα της ψυχής μου — в тайниках души, в глубине души
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα ενδότερα της Αφρικής — глубь Африки;
στα ενδότερα τού δάσους — в глубине леса;
στα ενδότερα της ψυχής μου — в тайниках души, в глубине души
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
ανωτερικός — ἀνωτερικός, ή, όν (AM) αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν εμετικό φάρμακο … Dictionary of Greek
ενδότερος — η, ο (AM ἐνδότερος, α, ο) 1. εσώτερος, αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότερα το εσωτερικό μιας χώρας ή τα εσωτερικά διαμερίσματα οικοδομήματος αρχ. επίρρ. ἐνδοτέρω 1. ακόμη πιο μέσα 2. (για βιβλίο) κατωτέρω,… … Dictionary of Greek
καλαϊτζής — Επώνυμο πλούσιας οικογένειας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Επειδή οι Τούρκοι υποψιάστηκαν τα μέλη της για συνεργασία στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη, τα φυλάκισαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας … Dictionary of Greek
καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό … Dictionary of Greek
μύχουρο — μύχουρος, ὁ (Α) αυτός που φυλάσσει τους μυχούς, που φρουρεί τα ενδότερα, τα εσώτατα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + οὖρος «φύλακας, φρουρός» (πρβλ. επί ουρος, νομί ουρος] … Dictionary of Greek
Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… … Dictionary of Greek
Γουλφ, Βιρτζίνια — (Virginia Woolf, Λονδίνο 1882 – Άουζ Ρίβερ 1941).Αγγλίδα συγγραφέας. Κόρη του διάσημου κριτικού, βιογράφου και φιλοσόφου Λέσλι Στέφενς, η Γ. μεγάλωσε μέσα σε εκλεκτό κύκλο διανοουμένων του καιρού της και δέχτηκε εκλεπτυσμένη και φιλελεύθερη αγωγή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… … Dictionary of Greek